- κλιμακωτός
- -ή, -ό (Α κλιμακωτός, -ή, -όν) [κλίμαξ]. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.)νεοελλ.φρ. (μετρική) α) «κλιμακωτός στίχος» — ο στίχος στον οποίο κάθε λέξη κατά σειρά είναι κατά μία συλλαβή μεγαλύτερη από την προηγούμενηβ) «κλιμακωτό ποίημα» — το ποίημα στο οποίο ο κάθε στίχος καταλήγει με την επανάληψη τής ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετηςγ) στρ. «κλιμακωτή παράταξη» — η παράταξη κατά κλιμάκια, κατά τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτάδ) στρ. «κλιμακωτή βολή» — βολή που εκτελείται με βαθμιαία ανύψωση τού όπλου ή τού πυροβόλουαρχ.φρ. «κλιμακωτὸν σχῆμα» — το ρητορικό σχήμα κλίμαξ*.επίρρ...κλιμακωτάμε κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, κατά βαθμίδες.
Dictionary of Greek. 2013.